Ἀσδρούβα

Ἀσδρούβα
Ἀσδρούβᾱ , Ἀσδρούβας
masc nom/voc/acc dual (doric aeolic)
Ἀσδρούβᾱ , Ἀσδρούβας
masc gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ἀσδρούβᾳ — Ἀσδρούβᾱͅ , Ἀσδρούβας masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀσδρούβας — Ἀσδρούβᾱς , Ἀσδρούβας masc acc pl (doric aeolic) Ἀσδρούβᾱς , Ἀσδρούβας masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀσδρούβαν — Ἀσδρούβᾱν , Ἀσδρούβας masc acc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αννίβας — I (Καρχηδόνα 247 – Βιθυνία 183 π.Χ.). Καρχηδόνιος στρατηγός του B’ Καρχηδονιακού πολέμου. Καταγόταν από την αρχοντική οικογένεια των Βάρκα, η οποία από το 250 έως το 200 π.Χ. άσκησε μεγάλη επιρροή στην πολιτική της Καρχηδόνας. Ο πατέρας του… …   Dictionary of Greek

  • Καρθαγένη — I (Cartagena). Πόλη (184.686 κάτ. το 2001) και λιμάνι της νοτιοανατολικής Ισπανίας, στην επαρχία Μούρθια. Αποτελεί βιομηχανικό κέντρο και είναι το σημαντικότερο σε εμπορική κίνηση λιμάνι της Ισπανίας. Διαθέτει διυλιστήριο πετρελαίου και… …   Dictionary of Greek

  • Καρχηδόνα — Αρχαία πόλη της Αφρικής. Ιδρύθηκε από Φοίνικες αποίκους της Τύρου και της Κύπρου πιθανώς το 814 π.Χ., 18 χλμ. ΒΑ της σημερινής Τύνιδας. Η παράδοση αναφέρει ότι επικεφαλής τους ήταν η βασίλισσα της Τύρου Έλισα (η Διδώ του Βιργίλιου), που έφυγε από …   Dictionary of Greek

  • Μάγων — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαίας Καρχηδόνας. 1. Μ. (; – Σικελία 383 π.Χ.). Στρατηγός, πατέρας του Ασδρούβα και του Αμίλκα. Αναδιοργάνωσε τον καρχηδονιακό στρατό, μετατρέποντάς τον σε υπολογίσιμη δύναμη. 2. Μ. (; – Καρχηδόνα 203 π.Χ.).… …   Dictionary of Greek

  • Μούρθια — (Murcia). Πόλη (370.745 κάτ.) της νοτιοανατολικής Ισπανίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (11.314 τ.χλμ.)· μεγάλο γεωργικό και εμπορικό κέντρο της ομώνυμης περιοχής, βρίσκεται πάνω στον ποταμό Σεγκούρα, στην καρδιά μιας ευφορότατης πεδιάδας. Η …   Dictionary of Greek

  • Πιατσέντσα — (Piacenza). Πόλη της βόρειας Ιταλίας στην Eμίλια–Ρομάνια, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας, χτισμένη στη δεξιά όχθη του Πάδου. Από τα μέσα σχεδόν του 20ού αι. άρχισε να επεκτείνεται και έξω από τα τείχη, είτε προς την Αλεξάνδρεια, είτε ακόμα… …   Dictionary of Greek

  • Σοφονίσβη — Αναφέρεται και ως Σοφωνίς ή Σοφωνίβα. Κόρη του Καρχηδόνιου στρατηγού Ασδρούβα, γιου του Γίσκωνα. Η Σ. παντρεύτηκε τον Σίφακα, βασιλιά της Νουμιδίας, και η επιρροή της τον τράβηξε από τη συμμαχία του με τη Ρώμη. Ο Σίφαξ αιχμαλωτίστηκε από τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”